Όλες οι βασικές ρυθμίσεις του υπουργείου Εργασίας
Αποτρέπονται οι υπερβολικές κι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις των νοσοκομειακών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών,
ενώ οι ασφαλισμένοι στον κλάδο ζωής θα μπορούν να εξαγοράσουν τα συνταξιοδοτικά συμβόλαια που έχουν κάνει μετά από τον πρώτο χρόνο υπογραφής τους, σύμφωνα με νομοσχέδιο που έχει ήδη καταρτιστεί από το υπουργείο Εργασίας.
«Φιλική» προς τον καταναλωτή επιχειρεί να κάνει την ασφαλιστική νομοθεσία - μετά από τα όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια των δύο τριών τελευταίων χρόνων – η γενική γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Εργασίας γεγονός που έχει προκαλέσει στη διάρκεια των τελευταίων μηνών σφοδρές αντιδράσεις από την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρεία Ελλάδος (ΕΑΕΕ).
Τελικώς όμως και μετά από ένα μπαράζ δημόσιων δηλώσεων, τα πνεύματα καταλάγιασαν και η μήνις της ασφαλιστικής αγοράς εκτονώθηκε. Ετσι το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο γενικός γραμματέας Καταναλωτή κ. Δ. Σπυράκος με την πολιτική εποπτεία της υπουργού κυρίας Λούκας Κατσέλη έγινε αποδεκτό στις βασικές του γραμμές από τους ασφαλιστές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο του νομοσχεδίου –που σύντομα αναμένεται να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο- η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική, αν ένας ασφαλισμένος θελήσει να εξαγοράσει το συμβόλαιο ζωής που έχει συνάψει με μία ασφαλιστική εταιρεία, «συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα».
Με την προωθούμενη ρύθμιση ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
Επίσης γίνεται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
Ακόμη υποχρεώνονται οι ασφαλιστικές εταιρείες να παρέχουν πλήρη και σαφή ενημέρωση στον ασφαλισμένο για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν.
Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή. Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο.
Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
Και καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, την ορθή ενημέρωση του ασφαλισμένου, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
Ενώ για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
«Φιλική» προς τον καταναλωτή επιχειρεί να κάνει την ασφαλιστική νομοθεσία - μετά από τα όσα έχουν συμβεί στη διάρκεια των δύο τριών τελευταίων χρόνων – η γενική γραμματεία Καταναλωτή του υπουργείου Εργασίας γεγονός που έχει προκαλέσει στη διάρκεια των τελευταίων μηνών σφοδρές αντιδράσεις από την Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρεία Ελλάδος (ΕΑΕΕ).
Τελικώς όμως και μετά από ένα μπαράζ δημόσιων δηλώσεων, τα πνεύματα καταλάγιασαν και η μήνις της ασφαλιστικής αγοράς εκτονώθηκε. Ετσι το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο γενικός γραμματέας Καταναλωτή κ. Δ. Σπυράκος με την πολιτική εποπτεία της υπουργού κυρίας Λούκας Κατσέλη έγινε αποδεκτό στις βασικές του γραμμές από τους ασφαλιστές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το κείμενο του νομοσχεδίου –που σύντομα αναμένεται να συζητηθεί στο υπουργικό συμβούλιο- η ασφάλιση αποκτά αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Κατά την ισχύουσα σήμερα πρακτική, αν ένας ασφαλισμένος θελήσει να εξαγοράσει το συμβόλαιο ζωής που έχει συνάψει με μία ασφαλιστική εταιρεία, «συμψηφίζονται προκαταβολικά τα έξοδα πρόσκτησης της ασφάλισης με αποτέλεσμα το ασφαλιστήριο να αποκτά αξία εξαγοράς από το τρίτο έτος και αυτή μάλιστα να είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τα καταβληθέντα προς αποταμίευση ασφάλιστρα».
Με την προωθούμενη ρύθμιση ο συμψηφισμός των εξόδων πρόσκτησης με τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά το πρώτο έτος το 40% του ασφαλίστρου, ενώ τα υπόλοιπα έξοδα αποσβένονται ισομερώς στα δέκα έτη που ακολουθούν. Έτσι, η ασφάλιση θα έχει σημαντική αξία εξαγοράς ήδη από το πρώτο έτος. Εξάλλου, τυχόν ποινή σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς θα πρέπει πλέον να συμφωνείται ρητά και να εμπεριέχεται στο ασφαλιστήριο.
Επίσης γίνεται πλέον διαφανής ο τρόπος αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου στις νοσοκομειακές καλύψεις και αποτρέπονται τα φαινόμενα αλόγιστων αυξήσεων και αιφνιδιασμού των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα οι όροι της σύμβασης πρέπει να προσφέρουν στον καταναλωτή επαρκή γνώση των οικονομικών επιβαρύνσεων που αυτός αναλαμβάνει. Η ασφαλιστική εταιρεία οφείλει να καθορίζει υποχρεωτικά με τη σύμβαση τα κριτήρια και τους δείκτες που θα λαμβάνει υπόψη για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός δείκτες πρέπει να σταθμίζεται η συμμετοχή του καθενός στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του ασφαλίστρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται στον ασφαλιστή η δυνατότητα να προσαρμόζει το ασφάλιστρο στις μεταβολές που το επηρεάζουν, συγχρόνως όμως ο λήπτης της ασφάλισης γνωρίζει κατά το χρόνο σύναψης της ασφάλισης κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις αυξάνεται το ασφάλιστρο, μπορεί να ελέγχει με βάση τα κριτήρια και τους δείκτες το δικαιολογημένο του ύψους της αναπροσαρμογής και αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός του κατά τη διάρκεια της σύμβασης με δυσανάλογες αυξήσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του τρόπου αναπροσαρμογής η ασφαλιστική επιχείρηση εκθέτει παράδειγμα με εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού.
Ακόμη υποχρεώνονται οι ασφαλιστικές εταιρείες να παρέχουν πλήρη και σαφή ενημέρωση στον ασφαλισμένο για όλες τις εξελίξεις ή τις μεταβολές που τον ενδιαφέρουν.
Θα πρέπει έτσι να τον ενημερώνει κάθε χρόνο για το ποσοστό και το ποσόν της υπεραπόδοσης, το συσσωρευμένο κεφάλαιο, το ποσόν απόδοσης από τις επανεπενδύσεις, την αξία εξαγοράς κ. α.. Θα πρέπει να τον ενημερώνει πως επιμερίζεται το ετήσιο ασφάλιστρο, ποιο ποσόν αντιστοιχεί σε κάθε παροχή. Το κόστος πρόσκτησης της ασφάλισης, τα διαχειριστικά έξοδα και η συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης στις υπεραποδόσεις θα πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο ίδιο το ασφαλιστήριο.
Η παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών θεμελιώνει αξίωση του λήπτη της ασφάλισης για επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στα αποσιωπηθέντα έξοδα και την πλήρη συμμετοχή του στην υπεραπόδοση.
Και καθιερώνεται ρητά η ευθύνη των διαμεσολαβούντων για τη συλλογή των αναγκαίων πληροφοριών, την ορθή ενημέρωση του ασφαλισμένου, την ενημέρωση πριν από κάθε εξαγορά ή μεταφορά της ασφάλισης για τα μειονεκτήματα που αυτή συνεπάγεται κ. α. Για την παραβίαση ωστόσο συγκεκριμένων υποχρεώσεων του διαμεσολαβούντα καθίσταται συνυπεύθυνη και η ασφαλιστική εταιρεία, εκτός αν αυτή αποδείξει την έλλειψη υπαιτιότητάς της.
Ενώ για να αποτραπούν φαινόμενα αδικαιολόγητων καθυστερήσεων στην καταβολή των ασφαλιστικών αποζημιώσεων, ιδίως μάλιστα στις περιπτώσεις των μικρών αποζημιώσεων όπου οι δικαιούχοι, ενόψει του δυσανάλογου δικαστικού κόστους, εκτίθενται σε πιέσεις για παραίτηση από μέρος αυτών, θεσπίζονται ελάχιστα ποσά για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υφίσταται ο δικαιούχος από την παραβίαση της υποχρέωσης για έγκαιρη καταβολή του ασφαλίσματος.
Πηγή: Το Βήμα