Ένα σημείο των καιρών μας είναι ότι η δύναμη φαίνεται να έχει ξεχάσει τη μεγαλοπρέπεια της ευγένειας και της συμπόνιας που τη συνοδεύουν. Η ιστορία αυτή μας το ξαναθυμίζει...
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα καλοκαιρινό βράδυ, κάπου στην Ελληνική ύπαιθρο. Η
γενειάδα του γέροντα άστραφτε από την υγρασία της νύχτας καθώς καθόταν και περίμενε κάποιον να τον περάσει με τ’ άλογό του απ’ το ποτάμι. Η αναμονή δεν φαινόταν να τελειώνει, και το κορμί του άρχισε να μουδιάζει και να σφίγγει απ’ το βοριαδάκι που φυσούσε.
Τότε άκουσε τον απόμακρο αχό από τις ανάσες κάμποσων αλόγων που κάλπαζαν πάνω στο σκληρό μονοπάτι. Με προσοχή παρατηρούσε τους οπλισμένους καβαλάρηδες που στέκονταν στη ρηχή στροφή του ποταμού. Άφησε τον πρώτο να περάσει χωρίς να κάνει μια προσπάθεια να του τραβήξει την προσοχή. Μετά πέρασε κι άλλος ένας, κι άλλος, και τελικά ο τελευταίος πλησίασε το σημείο που στεκόταν, σαν άγαλμα, ο γέροντάς μας. Καθώς ο τελευταίος καβαλάρης ήρθε κοντά, ο γέροντας έπιασε τη ματιά του, και είπε, «Θα μπορούσες άρχοντά μου, να προσφέρεις σ’ ένα γέροντα το διάβα του ποταμού με το άλογό σου ; Απ’ ότι φαίνεται, δεν υπάρχει τρόπος να περάσει κανείς με τα πόδια.
Σφίγγοντας τα γκέμια του, ο καβαλάρης απάντησε, «Ανέβα εδώ πάνω». Ο ιππέας βλέπoντας ότι ο γέρος δεν ήταν σε θέση να σηκώσει το κουρασμένο του κορμί μέχρι τη σέλα του αλόγου, ξεπέζεψε και τον βοήθησε να ιππεύσει.
Καθώς πλησίαζαν στο μικρό σπιτάκι του γέροντα, η περιέργεια έσπρωξε τον ιππέα μας να ρωτήσει: «Παρατήρησα, ότι πολλοί πέρασαν χωρίς να τους κάνεις λόγο να σε περάσουν απέναντι. Μου κάνει εντύπωση γιατί, σε μια τόσο υγρή καλοκαιρινή νύχτα, εσύ περίμενες και παρακάλεσες τον τελευταίο καβαλάρη. Αν αρνιόμουν και σε παρατούσα εκεί;».
Ο γέροντας κοίταξε τον ιππέα καλά στα μάτια, και του απάντησε: « Πιστεύω ότι ξέρω τον κόσμο αρκετά καλά. Κοίταξα τους άλλους καβαλάρηδες στα μάτια, κι αμέσως αντιλήφθηκα ότι δεν είχαν καμιά έγνοια για την κατάστασή μου, οπότε και δεν θα’ χε καμιά σημασία να τους παρακαλέσω να με βοηθήσουν. Μόλις όμως κοίταξα μεσ’ τα δικά σου τα μάτια, διέκρινα συμπάθεια και ευγένεια. Εκείνη τη στιγμή, σ’ εκείνο το μέρος, ήξερα ότι το ευγενικό σου πνεύμα θ’ αποδεχόταν με χαρά την ευκαιρία να μου προσφέρει βοήθεια τώρα που την είχα ανάγκη».
Τα λόγια ζέσταναν την καρδιά του ιππέα, που τα δέχτηκε λέγοντας: «Σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτά που είπες. Είθε να μην είμαι ποτέ τόσο πολύ απασχολημένος με τα δικά μου προβλήματα, ώστε να καταφέρνω να ανταποκρίνομαι στις ανάγκες των άλλων με ευγένεια και συμπόνια».
Και μ’ αυτά τα λόγια, ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης, έκανε στροφή με το άλογό του και συνέχισε για τις Θερμοπύλες.
(Από το βιβλίο "Μικρές Ιστορίες για Μεγάλους Ανθρώπους")
Καλό μήνα